- κηρυκίνη
- κηρύκινοςof a heraldfem nom/voc sg (attic epic ionic)κηρυκίνηof a heraldfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρυκίνας — κηρυκίνᾱς , κηρύκινος of a herald fem acc pl κηρυκίνᾱς , κηρύκινος of a herald fem gen sg (doric aeolic) κηρυκίνᾱς , κηρυκίνη of a herald fem acc pl κηρυκίνᾱς , κηρυκίνη of a herald fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύκινος — κηρύκινος, ίνη, ον (Α) [κήρυξ] 1. κηρυκικός, αυτός που ανήκει σε κήρυκα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκίνη α) η κηρύκαινα* β) (ενν. αρχή) το αξίωμα τού κήρυκα … Dictionary of Greek
κηρύκειο — Σύμβολο του θεού Ερμή. Επρόκειτο για το ραβδί που κρατούσαν στα χέρια τους οι κήρυκες της αρχαιότητας, κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους. Το κ. των κηρύκων ήταν ένα ξύλο που είχε από τις δύο πλευρές δύο φίδια μπλεγμένα και αντιμέτωπα.… … Dictionary of Greek
κηρυκίνην — κηρύκινος of a herald fem acc sg (attic epic ionic) κηρυκίνη of a herald fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)